γουρσούζης

γουρσούζης
α, ικο 1.
1) приносящий несчастье, зловещий (о человеке); 2) несчастный, злосчастный, злополучный (о человеке); 3) строптивый, своенравный; 4) сварливый, недовольный, ноющий; плаксивый; 2. (ο ) 1) плакса, нытик, нюня; 2) злюка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γουρσούζης" в других словарях:

  • γουρσούζης, -α, ικο — και γρουσούζης, α, ικο αυτός που έχει ή φέρνει κακοτυχία (αντίθ. γουρλής):Το αυτοκίνητο που αγόρασα ήταν γουρσούζικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουρσούζης — βλ. γρουσούζης …   Dictionary of Greek

  • γρουσούζης — και γουρσούζης, α, ικο 1. ο δυσοίωνος, αυτός που φέρνει κακοτυχία 2. δύστροπος, κακορίζικος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. γουρσούζης < τουρκ. uğursuz «δυσοίωνος» γρουσούζης < γουρσούζης, με αντιμετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • γουρλής — ο θηλ. ού αυτός που φέρνει γούρι, τυχερός (αντίθ. γουρσούζης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρουσούζης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), βλ. γουρσούζης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»